- διπλ(ο)
- (διπλούς, διπλός)α' συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β' συνθετικούπ.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαιμσν.διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος, διπλοσφουγγάτον, διπλοτήγανον, διπλοτριπλοέρωτας, διπλοφύσηςμσν.- νεοελλ.διπλομανταλώνω, διπλοπόδης, διπλοσήμαντος, διπλοσυμπέθερος, διπλοτριπλώνω, διπλοχαιρετώνεοελλ.διπλαρρωσταίνω, διπλέλικος, διπλοαπιλογούμαι, διπλοβακτηρίδιο, διπλοβαρής, διπλοβλαστικός, διπλογένεση, διπλογενής, διπλογραφημένος, διπλογράφηση, διπλογραφία, διπλόγραφο, διπλογράφος, διπλοειδοσκόπιο, διπλοζαρωμάδα, διπλόζωο, διπλοθεμελιώνω, διπλοθλαστικός, διπλοκαθίζω, διπλοκακομοίρης, διπλοκακορίζικος, διπλοκαλοδέχομαι, διπλοκάμπανο, διπλοκατοικία, διπλοκερνώ, διπλοκεφαλάς, διπλοκέφαλος, διπλοκλειδώνω, διπλόκοκκος, διπλοκοσκινίζω, διπλόκυκλος, διπλόκωπος, διπλολίθι, διπλομαγκλαβίζω, διπλόμετρο, διπλοπαρακαλώ, διπλόποδα, διπλοπρόσωπος, διπλορωτώ, διπλοσάνιδο, διπλόσκολο, διπλοσκοπός, διπλοσταυροδρόμι, διπλοστενορύμι, διπλόστομος, διπλόστυλος, διπλοσυμπεθεριά, διπλόσχημος, διπλόσωμος, διπλόταξη, διπλότσιχλα, διπλότυπος, διπλόφαρδος, διπλοφωνία, διπλοχέρης, διπλοχιλιάζω, διπλόχρονος, διπλοψηφία, διπλοψηφίζω].
Dictionary of Greek. 2013.